ευάλωτος

ευάλωτος
-η, -ο (Α εὐάλωτος, -ον)
1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο»)
2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικός («ευάλωτος δικαστής»)
3. ιατρ. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από κάποια νόσο, ο ευπρόσβλητος
νεοελλ.
αυτός που παρασύρεται εύκολα από ερωτικά θέλγητρα ή χρήματα, ο αργυρώνητος (α. «ευάλωτη γυναίκα» β. «ευάλωτος υπάλληλος τής εφορίας»)
αρχ.
1. αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραπλανάται σε κάτι («εὐάλωτον εἰς δεισιδαιμονίαν τὸ βαρβαρικόν», Πλούτ.)
2. αυτός που θεραπεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐαλώτως (Α)
με ευάλωτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλωτός (< αλίσκομαι «συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐάλωτος — easy to be taken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάλωτος — η, ο 1. αυτός που κυριεύεται, καταλαμβάνεται εύκολα. 2. αυτός που εύκολα γίνεται όργανο του άλλου, αδύνατος χαρακτήρας: Ο αφελής άνθρωπος είναι ευάλωτος από τους πονηρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐαλωτότερον — εὐάλωτος easy to be taken adverbial comp εὐάλωτος easy to be taken masc acc comp sg εὐάλωτος easy to be taken neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτοτέρων — εὐάλωτος easy to be taken fem gen comp pl εὐάλωτος easy to be taken masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτότατον — εὐάλωτος easy to be taken masc acc superl sg εὐάλωτος easy to be taken neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλώτως — εὐάλωτος easy to be taken adverbial εὐάλωτος easy to be taken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάλωτον — εὐάλωτος easy to be taken masc/fem acc sg εὐάλωτος easy to be taken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτοτάτην — εὐάλωτος easy to be taken fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτοτέρους — εὐάλωτος easy to be taken masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτότατοι — εὐάλωτος easy to be taken masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”